κεναῖς

κεναῖς
κενός
empty
fem dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εξαίρω — (AM ἐξαίρω, Α και ἐξαείρω) [αίρω] υψώνω κάτι ώστε να είναι ορατό, επαινώ («εξαίρει τις αρετές») νεοελλ. 1. τονίζω τη σπουδαιότητα («εξαίρει τη σοβαρότητα τής καταστάσεως») 2. παθ. υψώνομαι σε ανώτερο επίπεδο (ηθικό, συναισθηματικό) αρχ. μσν. 1.… …   Dictionary of Greek

  • μισθοφορώ — μισθοφορῶ, έω (Α) [μισθοφόρος] 1. αμείβομαι για υπηρεσία που παρέχω, λαμβάνω μισθό, είμαι μισθοφόρος 2. αποφέρω κέρδος, παρέχω εισόδημα («οἰκία μισθοφοροῡσα», Ισαί.) 3. προσλαμβάνω κάποιον στην υπηρεσία μου με μισθό, μισθοδοτώ κάποιον 4. (το… …   Dictionary of Greek

  • ταλαιπωρώ — ταλαιπωρῶ, έω, ΝΜΑ [ταλαίπωρος] 1. κάνω κάποιον να υποφέρει σωματικά ή ψυχικά, καταπονώ, βασανίζω (α. «αυτή η αρρώστια τόν ταλαιπωρεί χρόνια τώρα» β. «ὁ πόλεμος πάντας τρόπους τεταλαιπώρηκεν ἡμᾱς», Ισοκρ.) 2. παθ. ταλαιπωρούμαι και ταλαιπωροῡμαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”